μαρτυριάτικο

μαρτυριάτικο
το
μικρός σταυρός ή μικρό εικόνισμα που καρφιτσώνεται στο ένδυμα τών παρευρισκομένων σε βάπτιση, αλλ. μαρτυριά ή μαρτυρικό ή μαρτυρίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρώ + κατάλ. -ιάτικο (πρβλ. μην-ιάτικο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαρτυριάτικο — μαρτυριάτικο, το και μαρτυρικό, το τα σταυρουδάκια, εικονίσματα ή άλλα δώρα που χαρίζει ο νονός στη βάφτιση μωρού, το μαρτυρίκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαρτυρίκι — το μαρτυριάτικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρώ + κατάλ. ίκι (πρβλ. ξυλ ίκι)] …   Dictionary of Greek

  • μαρτυριά — η (Μ μαρτυρία) η μαρτυρία νεοελλ. 1. το μαρτυριάτικο 2. η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος νεοελλ. μσν. φρ. «είμαι στη μαρτυρία» αποκαλύπτω κάποιον μσν. οι πλάκες τού Μωυσή με τις δέκα εντολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαρτυρία, με καταβιβασμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”